Home > Term: πλήρους εξειδίκευσης
πλήρους εξειδίκευσης
1. Μη-παραγωγή ορισμένων από τα προϊόντα που καταναλώνει μια χώρα, όπως στον ορισμό 2 ειδίκευσης. 2. Παραγωγής μόνο των εμπορευμάτων που εξάγονται ή nontraded, αλλά κανένα που να ανταγωνιστούν με τις εισαγωγές. 3. Παραγωγή μόνο μία καλή. 4. Είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που παράγει ένα καλό.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)