Home > Term: συγκριτικ'ος
συγκριτικ'ος
Οι οικονομικές καταστάσεις της προηγούμενης περιόδου,που φαίνεται με αυτές της τρέχουσας περιόδου για να βοηθήσουν στην συγκρίσεις μεταξύ των περιόδων.
- Part of Speech: adjective
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- nikikarma
- 100% positive feedback
(Spokane - WA, United States)