Home >  Term: βιομάζα (Β)
βιομάζα (Β)

1. Ή μόνιμης αποθέματος. Το συνολικό βάρος της ομάδας (ή αποθέματος) των έμβιων οργανισμών (π.χ. ψάρια, πλαγκτόν) ή ορισμένων ορίζεται κλάσμα της πληροφορικής (π.χ. spawners) σε μια περιοχή, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, 2. Μέτρο της ποσότητας, συνήθως κατά βάρος σε λίρες ή την μετρικού τόνους (2,205 λίβρες ή 1 τόννο), ενός αποθέματος σε μία δεδομένη στιγμή.

0 0

Creator

  • Andreas
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 20790 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.