Home > Term: basidium
basidium
Εξειδικευμένο κελί ή οργάνου, συχνά club-σχήμα, στο οποίο karyogamy και ο 2γ, ακολουθούμενη από παραγωγή εξωτερικά λοιμώξεων basidiospores (γενικά τέσσερα) που είναι βάση απλοειδή. Υπάρχουν αρκετοί τύποι basidia.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Plants
- Category: Plant pathology
- Company: American Phytopathological Society
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback