Home > Term: διαβεβαιώ
διαβεβαιώ
Μια διαδικασία ελέγχου για να καθορίσεις ή ανακαλύψεις με βεβαιότητα Για παράδειγμα να βεβαιώσεις μια ημερομηνία στην οποία αγοράστηκε ένα επενδυτικό προιόν εξετάζοντας τα αρχικά ντοκουμέντα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback