Home > Term: εγκρίνω
εγκρίνω
Εξουσιοδοτώ. Ενας διευθυντής δίνει άδεια για πληρωμή μετρητών υπογράφοντας ένα βάουτσερ που παρέχει έγκριση για εξαργύρωση.
- Part of Speech: verb
- Industry/Domain: Accounting
- Category: Auditing
- Company: AIS
0
Creator
- KATRAT
- 100% positive feedback