Home > Term: Αλούβιο
Αλούβιο
Χαλαρά συμπυκνωμένη άμμος, χώμα και λάσπης που κατατίθεται από ροές στη σχετικά πρόσφατη γεωλογική χρονολογική.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Natural environment
- Category: Earthquake
- Company: University of Utah
0
Creator
- Khrysaor
- 100% positive feedback