Home > Term: allelopathy
allelopathy
Ικανότητα ενός είδους να εμποδίσουν ή να εμποδίσουν την ανάπτυξη της άλλο είδος μέσω της παραγωγής της τοξικής ουσίας (s. )
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Plants
- Category: Plant pathology
- Company: American Phytopathological Society
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)