Home > Term: πρόσβαση
πρόσβαση
Σε αιμοκάθαρση, το σημείο στο σώμα όπου εισάγεται η βελόνα ή καθετήρα. Βλέπε αρτηριοφλεβική επικοινωνία, μόσχευμα, και αγγειακή πρόσβαση και καθετήρα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Kidney disease
- Company: NIDDK
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)