Home > Term: πρόσβαση
πρόσβαση
Η ανάγνωση από, και ενδεχομένως η εγγραφή σε, μια περιοχή της μνήμης.
- Part of Speech: verb
- Industry/Domain: Automation
- Category: Industrial automation
- Company: Rockwell Automation
0
Creator
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)