Home > Term: άδεια
άδεια
Μια άδεια που έχει εκδοθεί από την κυβέρνηση παραχωρεί δικαιώματα να ασκήσουν κάποια δραστηριότητα, όπως για την εξαγωγή, εισαγωγή ή επενδύσεις.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Golgotha
- 100% positive feedback