Home > Term: εθνικό
εθνικό
1. , Που συνδέονται, ή που ανήκουν σε ένα έθνος. 2. a πρόσωπο το οποίο είναι πολίτης ή επί μακρόν διαμένοντος από ένα έθνος.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)