Home >  Term: εθνικό
εθνικό

1. , Που συνδέονται, ή που ανήκουν σε ένα έθνος. 2. a πρόσωπο το οποίο είναι πολίτης ή επί μακρόν διαμένοντος από ένα έθνος.

0 0

Creator

  • Andreas
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 20790 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.