Home > Term: λεμφικού
λεμφικού
Το σχεδόν άχρωμο υγρό που ταξιδεύει μέσω του συστήματος λεμφικό και ασκεί κελιά που βοηθούν την καταπολέμηση μολύνσεων και νόσων. Λεμφικού ιστός στο στήθος βοηθά στην κατάργηση αποβλήτων.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)