Home > Term: larceny
larceny
Η παράνομη λαμβάνοντας ή απόπειρα λαμβάνοντας ιδιότητα εκτός από ένα όχημα με κινητήρα από την κατοχή ενός άλλου, αρνούμενοι, χωρίς ισχύ και χωρίς δολίως, με πρόθεση να στερήσει μονίμως τον ιδιοκτήτη του ακινήτου.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)