Home > Term: ενδογενή
ενδογενή
1. Κάτι που εξαρτάται από άλλα πράγματα, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση. 2. Ενδογενή μεταβλητή .
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)