Home > Term: Εξαναγκασμός
Εξαναγκασμός
Να αναγκάσει κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλουν να κάνουν.
- Part of Speech: verb
- Industry/Domain: Health care
- Category: Women’s health
- Government Agency: Womenshealth.gov
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)