Home > Term: bricolage
bricolage
Λεβί-Στρος όρος για την πίστωση αυτή προϋπάρχουσα υλικών τα οποία είναι έτοιμα να-χέρι (και της διαδικασίας, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση της ταυτότητας κάποιου)-χρησιμοποιείται ευρέως για να αναφερθείτε στην intertextual authorial πρακτική έγκρισης και προσαρμογής ενδείξεις που προέρχονται από άλλα κείμενα.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Language
- Category: General language
- Company: Others
0
Creator
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)