Home >  Term: δωροδοκώ
δωροδοκώ

Η πληρωμή που πραγματοποιείται σε πρόσωπο, συχνά επίσημη όπως από τελωνειακό υπάλληλο, μια κυβέρνηση για την προσέλκυση ευνοϊκής μεταχείρισης.

0 0

Creator

© 2024 CSOFT International, Ltd.