Home > Term: δωροδοκώ
δωροδοκώ
Η πληρωμή που πραγματοποιείται σε πρόσωπο, συχνά επίσημη όπως από τελωνειακό υπάλληλο, μια κυβέρνηση για την προσέλκυση ευνοϊκής μεταχείρισης.
- Part of Speech: noun
- Industry/Domain: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
0
Creator
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)